- αβεβήλωτος
- -η, -ο [βεβηλώνω](για τόπο) αυτός που δεν βεβηλώθηκε.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
αβεβήλωτος — η, ο αυτός που δε βεβηλώθηκε, δεν έπαψε να είναι ιερός: Και στις σκληρότερες συγκρούσεις τα ιερά του αντιπάλου πρέπει να μένουν αβεβήλωτα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)